- ἄρνειον
- ἄρνειοςof a lambmasc acc sgἄρνειοςof a lambneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρνεῖον — sheep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειόν — ἀρνειός ram masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνεῖα — ἀρνεῖον sheep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AGNINA — in Gloss. Graeco Lat. ἄρνειον κρέας, apud Annam Comnenam Alexiad. l. 8. p. 230. ἀλλ: ἡλίου ἀνατέλλοντος λύκου ἢἀρνίου κρέας ἐ???όμεθα. Sed Sole oriente lupinam seu agninam comedimus; laudatam Car. du Fresne Glossar. Agnina pellis una cum lana, in … Hofmann J. Lexicon universale
αρνειός — ἀρνειός και ἀρνηός, ο (Α) 1. το κριάρι 2. ως επίθ. «ὄιν ἀρνειόν» αρσενικό πρόβατο 3. ο αστερισμός του Κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνειός < *αρσνειός (πρβλ. πτέρνα, γοτθ. fairzna) < *αρσνηFός (πρβλ. άρσην). Η σύνδεση με τον τ. Fαρήν είναι… … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
ἀρνείοις — ἄρνειος of a lamb masc/neut dat pl ἀρνεῖον sheep neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνείοισι — ἄρνειος of a lamb masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀρνεῖον sheep neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνείου — ἄρνειος of a lamb masc/neut gen sg ἀρνεῖον sheep neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνείων — ἄρνειος of a lamb fem gen pl ἄρνειος of a lamb masc/neut gen pl ἀρνεῖον sheep neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)